δρόσοι

δρόσοι
δρόσος
dew
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δρόσοι — Ημιορεινός, εποχικά κατοικούμενος οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρουβά …   Dictionary of Greek

  • καταψεκάζω — (AM, Α αττ. τ. καταψακάζω) ραντίζω με ψιχάλες, με συνεχή αραιή βροχή, καταβρέχω («δρόσοι κατεψάκαζον», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) …   Dictionary of Greek

  • υδροβόλος — ον, Α αυτός που ρίχνει νερό («ὑδροβόλοι δρόσοι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- —     deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū     English meaning: tree     Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche”     Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”